Προφιλ

Η φωτογραφία μου
Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π., MSc in Design & Digital Media Edinburgh University, DrPhil Πανεπιστημίου Αθηνών

20 Οκτωβρίου 2010

Αστικός σχεδιασμός


Ο αστικός σχεδιασμός αναφέρεται, επικεντρώνεται και πηγάζει από τον «αστικό πολιτισμό» και είναι η εφαρμογή των γνώσεων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και της ανάλυσης σε τμήματα μιας πόλης, σε γειτονιές, οριοθετημένες περιοχές, συγκροτήματα κτιρίων, δρόμους, όλα απηχήσεις της μίας και κοινής ανάγκης των ανθρώπων:
• να συναθροίζονται και να συγκεντρώνονται γύρω από κάποια αρχή
• να πολιτεύονται και να συγκρούονται κοινωνικά με βάση τον ανταγωνισμό και σκοπό την εξέλιξη
• να δραστηροποιούνται σε οριζόντιο επίπεδο
• να ιεραρχούνται κατακόρυφα


Η κοινωνία, άλλωστε, είναι από μόνη της «δομή υπό εξέλιξη» και υλοποιείται στις διάφορες αστικές μορφές που λαμβάνει ο χώρος:
• πλατεία-κέντρο
• δρόμοι-άξονες κίνησης
• σύνορα-όρια
• αδιαμόρφωτοι χώροι-αστικά κενά κτλ.


Σε επίπεδο πόλης συναντώνται και πάλι αυτά που διδάσκει η σύνθεση για ένα κτίριο:
• κίνηση-στάση
• πλήρες-κενό
• πύκνωση-αραίωση
• όριο διάτρητο-όριο συμπαγές κτλ.


Επιπλέον υπάρχουν και εδώ οι λειτουργίες των χώρων, οι οποίες ονομάζονται χρήσεις γης και βρίσκονται ανάμεικτες στον αστικό χάρτη τόσο καθ΄ύψος όσο και κατά πλάτος. Συχνά δε παρουσιάζεται συγκέντρωση λειτουργιών ανά περιοχές, όπως:
• το Διοικητικό κέντρο μιας πόλης
• το Εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας (Αθηνάς, Σταδίου, Ερμού)
• το Νησί των μουσείων του Βερολίνου
• το Επιχειρηματικό City του Λονδίνου
• τη Γοτθική συνοικία της Βαρκελώνης


Μια τέτοια συγκέντρωση μπορεί να έχει λειτουργικό σκοπό, δηλαδή να εξυπηρετήσει κόσμο και κυκλοφοριακώς να διευκολύνει καταστάσεις, μπορεί όμως να έχει στόχο με ανταγωνιστικές προεκτάσεις, προκειμένου να ενισχυθεί σε μια περιοχή η επιχειρηματική ένταση και να τονωθεί το εμπόριο, η κίνηση, η αγορά. Όλα αυτά βέβαια με πρόθεση κάποιο ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό σκεπτικό που να τις διέπει.


Σημαντικό επίσης είναι το θέμα της αξίας γης και οι ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις που αυτή δέχεται κατά περιόδους και εποχές. Διότι τα πράγματα, αν ειδωθούν σε κάποιο χρονικό πλαίσιο, μεταβάλλονται σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, όμως και των εποχών. Αυτό σημαίνει ότι και ο χρόνος έχει την κλίμακά του μέσα στα πράγματα, όχι μόνο ο χώρος.


Μια σχετική ιστορία μαρτυρεί ότι ένας πατέρας, επιθυμώντας να ευνοήσει τον ένα γιό, του άφησε ως κληρονομιά τα κτήματα που δε βρίσκονταν πάνω στη θάλασσα, «ρίχνοντας» έτσι τον άλλο με τα παραλιακά κτήματα, χαμηλότερης τότε αξίας. Εντός γενεάς όμως, οι καιροί άλλαξαν και βρέθηκε ο γιος με τα παράλια κτήματα να είναι ο ευνοημένος της υπόθεσης, καθώς αργότερα αυτά πήραν πολύ μεγάλη αξία!


Όμως και στο βιβλίο του Pinol «Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα», αναφέρονται τα εξής:
Για την καθ΄ύψος ανάπτυξη των πόλεων: Η επέκταση των πόλεων αρχικώς γίνεται καθ’ ύψος, γεγονός που περιορίζεται παράλληλα από τις υπάρχουσες τεχνικές και τα ελαφριά υλικά που διατίθενται. Οι πιο εύποροι, γράφει ο Pinol, κατοικούσαν στους πρώτους ορόφους και οι φτωχοί στους τελευταίους , γιατί ο όροφος ήταν κατασκευασμένος από πιο ελαφρά υλικά. Επίσης, ένα κτίριο αποκτούσε αξία όταν έχει πρόσοψη στον δρόμο, με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλά στενά οικόπεδα με μικρή πρόσοψη και μεγάλο βάθος προκειμένου να γίνει η μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση γης. Η αυλή, στο πίσω μέρος του κτιρίου χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και εργαστήριο και περιλάμβανε συχνά άλλα μικρότερα κτίσματα .


Αλλά και για το κέντρο μιας πόλης: Το κέντρο, μας πληροφορεί ο Pinol, ήταν αρχικώς επιβαρημένο από πληθυσμιακή άποψη και αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι οι χρήσεις δεν είχαν ακόμα εξειδικευτεί, με αποτέλεσμα όλα να συμβαίνουν στον ίδιο χώρο . Μια σειρά από ολοένα αυξανόμενες ανάγκες, που γεννάει η αυξανόμενη αξία της ζωής στην πόλη, επιφέρει την ανασύνθεση των λειτουργιών του κέντρου, με σκοπό την αντιμετώπιση της έντονης αστυφιλίας .


Πολλά πράγματα, λοιπόν, όταν μιλάμε για πόλεις, καλό είναι να μην τα παίρνουμε ως δεδομένα, γιατί η πόλη είναι ένας μεταβλητός οργανισμός που αναπνέει και προσαρμόζεται στις οικονομικοτεχνικές συνθήκες.


Μελετώντας τις πόλεις μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά και σε παροντικό χρόνο -εδώ και τώρα- επισκεπτόμενοι μια πόλη, ανακαλύπτουμε και την έννοια του προτύπου: Η πόλη είναι και σύστημα και ζωντανός οργανισμός που οπωσδήποτε περιλαμβάνει μοτίβα επαναλαμβανόμενα.


Και εδώ είναι που θα μπορούσε κάποιος να απευθυνθεί στη φιλοσοφία, τη θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και στην αρχιτεκτονική των υπολογιστικών προγραμμάτων, για απόψεις γύρω από τις έννοιες:
• πρότυπο (pattern)
• παράδειγμα (paradigm)
• σύστημα
• επανάληψη


Όσον αφορά σε αυτόν που ασχολείται με την αρχιτεκτονική σύνθεση και τον αστικό σχεδιασμό, αυτό που είναι σημαντικό να αναπτύσσει είναι:
• την αντίληψή του στα φαινόμενα
• την παρατήρηση των πραγμάτων ως ζωντανών οργανισμών
• την κατανόηση της ιστορικότητας του κάθε τόπου
• τη δυνατότητά του να εναλλάσσεται και να προσαρμόζεται σε διαφορετικές κλίμακες (και χωρικές και χρονικές)
• αλλά θα προσέθετα και τη δυνατότητά του να σχεδιάζει σα να γράφει κάποιο δοκίμιο, δηλαδή με βάση το επιχείρημα (Λογική-Αριστοτέλης)


Πολύ γρήγορα θα σταθώ στο επιχείρημα: Ένα «επιχείρημα» αστικού σχεδιασμού θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στην ευελιξία και στους ρυθμούς ανάπτυξης μιας πόλης. Αυτό σημαίνει ότι η δομή του επιχειρήματος ως κειμένου («κείται»-επιτύμβιο) και πρότασης («προτείνω»-κούρος) είναι καλό να έχει τη δυνατότητα:
• να αλλάζει σειρά
• να αναδιπλώνεται
• να εικονοποιείται
• να διατυπώνεται με λέξεις και θέσεις
• να συμπυκνώνεται σε διαγράμματα και υπομνήματα
• να συμβολοποιείται


Εν μέρει, για την ελαστικότητα που πρέπει να έχει ένα επιχείρημα, ως προσπάθεια διατύπωσης μιας άποψης γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα, μπορούμε να απευθυνθούμε σε αυτό που έχω αποκαλέσει στο βιβλίο μου «εύπλαστο χρόνο», καθώς αναφέρω ότι και:
«...η σχέση του ατόμου προς την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει, ορίζεται μέσα από την σχέση του με τον χρόνο. Η διάθεσή του εκφράζεται μέσα από χρήσεις του όρου ‘χρόνος’. Συχνά ακούμε εκφράσεις όπως: «Δεν μου φτάνει ο χρόνος», «Με πιέζει ο χρόνος», «Χάνω χρόνο», «Κερδίζω χρόνο», «Ο χρόνος είναι χρήμα», «Χρονοτριβώ», «Έχω άπλετο χρόνο», «Σταμάτησε ο χρόνος», «Στενεύουν τα χρονικά περιθώρια», «Με κυνηγάει ο χρόνος», «Έχω τον χρόνο με το μέρος μου». Η σχέση με τον χρόνο φαίνεται πως ρυθμίζει το άγχος και ως εκ τούτου το συναίσθημα ως διακύμανση του άγχους. Αντίστοιχα, το πώς λειτουργεί μια κοινωνία, η κοινωνική της δομή, προσυπογράφει στα μέλη της ένα μοντέλο καθημερινότητας και υποστηρίζοντας παράλληλα μια χρονική πραγματικότητα. Εκφράζονται με άλλα λόγια τρόποι διαχείρισης του χρονικού πλαισίου, κατανομής του, αξιολόγησής του, επένδυσής του».


Άλλωστε, η πόλη και ο αστικός χώρος έχουν και οντολογική σημασία, η οποία με τα λόγια του Benevolo για τις ευρωπαϊκές πόλεις, στο βιβλίο του «Η πόλη στην Ευρώπη», περιγράφεται ως εξής:
Η εγκατάσταση στις πόλεις-αρχίζοντας από την τρίτη χιλιετία προ Χριστού- χρησιμεύει στο να επιτευχθεί, μέσω μιας σύμπτυξης των σχέσεων στο χώρο, μια επιταχυνόμενη μεταβολή στο χρόνο, και προσδίδει στην πορεία των ανθρώπων τον ταχύτερο ρυθμό, που διακρίνει την ιστορία από τη προϊστορία... Επίσης είναι η κινητήρια δύναμη για την πιο γοργή διείσδυσή μας στο μέλλον και μια άγκυρα για να μην χάσουμε τους δεσμούς μας με το παρελθόν. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένα όχημα για το ταξίδι μέσα στο χρόνο, για να υπερνικήσουμε την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων και να πλησιάσουμε καταστάσεις απόμακρες, κινούμενοι και προς τις δύο κατευθύνσεις.


Η πόλη αντιπροσωπεύει το ζωντανό και δυναμικό παρόν. Η άγκυρα προς το παρελθόν φέρνει στο προσκήνιο ένα απορροφητικό παρελθόν που καλεί προς την ανάγνωση και ως εκ τούτου ερμηνεία του και η πόλη αποτελεί τόσο όχημα, όσο και πρόκληση για την κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις ιστορικές μορφές και στη σχέση της κάθε μορφής με τον εαυτό της ως ιστορικού όντος.


Μέσα σε αυτή τη «συγκροτημένη ομάδα ανθρώπων», την πόλη, αναζητείται ο λόγος ύπαρξης του ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος. Διότι η πόλη και ο αστικός πολιτισμός, είναι αποτύπωση της πολιτικής μας αντίληψης και δράσης, δηλαδή της «ιδανικής μας πολιτείας», σαφέστατα όμως θα πρέπει να καλύπτει και τις βασικές μας ανάγκες για σίτιση, στέγαση, ρουχισμό. Έτσι, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, στο Βιβλίο ΙΙ, μια πόλη φτιάχνεται από την αρχή!


«Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, ας θεμελιώσουμε με το λόγο μια πόλη αρχίζοντας από την πρώτη αρχή της˙ αιτία φυσικά της δημιουργίας της θα είναι οι δικές μας ανάγκες... η ετοιμασία της τροφής... η ανάγκη της εξεύρεσης τόπου για κατοικία, η τρίτη ανάγκη του ντυσίματος ...» (Πλάτωνος Πολιτεία, Βιβλίο ΙΙ, 369-371)


Άρα αρχικώς θα χρειάζεται ένας γεωργός, ένας οικοδόμος και ένας υφαντής... σύνθεση τουλάχιστον τεσσάρων έως πέντε προσώπων. Όμως, για παράδειγμα ο γεωργός θα πρέπει και να ετοιμάζει τρόφιμα για τέσσερις και να κοπιάζει για την ετοιμασία του σιταριού και να ασχολείται με τα κοινά. Όμως, για να γίνονται τα πράγματα πιο σωστά, καλό είναι να ασχολείται ο καθένας με την τέχνη του και όχι με πολλές τέχνες. Οπότε χρειάζονται και άλλοι εργάτες και πολλά εργαλεία. Και επίσης, καμία πόλη δεν είναι απολύτως αυτάρκης. Όλο και κάτι θα χρειαστεί από αλλού˙ να λοιπόν και το εμπόριο, ύστερα το νόμισμα, οι μισθοί... μεγαλώνει έτσι η πόλη σε μέγεθος και πληθυσμό, άρα αυξάνει και το ζήτημα της υγείας, της αισθητικής, της λειτουργικότητας...


Όταν όμως την πόλη την έχουμε «δεδομένη», μπορούμε να την αναγνώσουμε σα να ήταν κείμενο και προσπαθούμε, αναγνωρίζοντας το δυναμικό της, να τονώσουμε για να δώσουμε ώθηση στην ιστορία της και στη συμμετοχή της στα πράγματα. Ο αρχιτέκτονας, κατέχοντας τη δύναμη της γραφής του, καλείται να παρέχει και να δράσει:
• αναβαθμίζοντας
• εξυγιαίνοντας
• αναδεικνύοντας


Αυτά είναι μερικά από τα παραδείγματα λέξεων-προθέσεων που μιλούν για τον αστικό χώρο και αφορούν στον αστικό σχεδιασμό. Πρόκειται δε για επεμβάσεις που γίνονται σε κλίμακα γειτονιάς ή περιορισμένης αστικής περιοχής και περιλαμβάνουν τόσο τη μικρότερη κλίμακα της κατοικίας και του ιδιωτικού χώρου, όσο και την ευρύτερη απήχηση στην πόλη και στον αστικό ιστό.


Έτσι, καλούμαστε κάθε φορά να γνωρίζουμε τον χαρακτήρα μιας πόλης και ως εκ τούτου, το πώς έχει χαραχτεί.
• Όταν, για παράδειγμα, πρόκειται για μια πόλη «νεκρή», όπως η Πέτρα της Ιορδανίας, προσπαθούμε να αναβιώσουμε τους μύθους της εμβολιάζοντάς την με τουριστική κίνηση.
• Αν είναι μια πόλη διχασμένη, όπως το Βερολίνο (πτώση τείχους: 9.11.1989), εξετάζουμε επιπλέον και τους ανθρώπους, όσον αφορά στο ιστορικό και τραυματικό φορτίο που κουβαλάνε, και πώς αυτό διαιωνίζεται και αποτυπώνεται στο αστικό ύφασμα...
• Αν είναι μια πόλη ασυνεχής στον ιστορικό της πλούτο, ζητά την ενοποίηση με χειρονομίες, όπως η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας.
• Αν είναι μια πόλη ακαδημαϊκού χαρακτήρα, όπως το Εδιμβούργο, διαθέτει μακρά ιστορία στη διανόηση και στα γράμματα και αυτό το ισχυρό πνεύμα βρίσκεται παρόν σε όλες τις μορφές της πόλης, δίνοντας πνοή στα πράγματα και αναζωγονώντας το σήμερα...
• Αν είναι μια πόλη που μαστίζεται από την εγκληματικότητα, όπως είναι το Γιοχάνεσμπουργκ, πρέπει να κατανοηθεί υπό την έννοια και το συναίσθημα του φόβου, που επιβάλλεται και στο σχεδιασμό.


Όσον αφορά στον αστικό σχεδιαμό, οι συνθήκες είναι πολύ σημαντικές, ενώ σε κλίμακα κτιρίου, ίσως το περιεχόμενο να έχει πιο πρωτεύουσα σημασία. Σε κάθε περίπτωση, συνθήκες και περιεχόμενο, δηλαδή πλαίσιο και περιεχόμενο αλληλοεπηρεάζονται, όμως στην περίπτωση του αστικού σχεδιασμού, η σχεδιαστική δύναμη ασκείται επί των συνθηκών και μεταβάλλει το δίπολο από έξω προς τα μέσα ή ας το πούμε πιο απλά: δεν μπορούμε να μπούμε στα σπίτια των ανθρώπων και να τους αλλάξουμε τον τρόπο ζωής τους! Διότι μια τέτοια προσέγγιση δε θα έπαυε να είναι ουτοπική στην πράξη, αφού αλλάζοντας κλίμακα μελέτης, αλλάζουμε και «θέμα», προτεραιότητες, ιεραρχίες...


Και επειδή το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, έχει τη χάρη, αλλά και την ευθύνη του «κατασκευάζειν», μια μικρή διαδρομή στις ετυμολογίες των λέξεων μας οδηγεί από το «κατασκευάζω» > «σκευάζω» > «σκευωρία» > «πλεκτάνη» > «πλέκω» > «υφαίνω» στο «ύφος», αυτό σημαίνει ότι ο αρχιτέκτονας με τις κατασκευές του συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση του ύφους της πόλης, δηλαδή στο πρόσωπό της και τις εκφράσεις που αυτό λαμβάνει, γεγονός που αποκωδικοποιείται με τη βοήθεια της κριτικής, θεωρίας και ιστορίας που σε συνεργασία –κατά την άποψή μου- με την αισθητική, δια της οποίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι αισθητικές κατηγορίες για να γίνει ένας χώρος πιο ευανάγνωστος και οικείος. Έτσι, έναν χώρο μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως:
• Απέριττο*, Αυστηρό*
• Βαρύ*
• Γραφικό*
• Δραματικό*
• Επιβλητικό*, Εορταστικό*, Ευγενικό
• Κλασσικίζον*
• Μελαγχολικό, Μνημειώδη*, Μυθιστορηματικό*, Μυστηριώδη
• Νοσταλγικό*
• Οικείο*
• Παλαιό*, Πένθιμο*, Πρόσκαιρο*, Προκλητικό
• Ρωμαντικό*
• Υποβλητικό*, Υψηλό*
• Φαντασμαγορικό*
• Χυδαίο
• Ωραίο*
(ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ε., Αι Αισθητικαί Κατηγορίαι: Εισαγωγή εις μιαν αξιολογίαν του αισθητικού αντικειμένου, Αθήνα, 1970)


Η πόλη και κατ΄επέκταση ο αστικός πολιτισμός και το αστικό φαινόμενο αποτελούν αντικείμενο μελέτης και μάλιστα αισθητικό αντικείμενο, δηλαδή με τα λόγια του Μουτσόπουλου:
• «Αντικείμενο είναι ο,τιδήποτε αποτελεί για τη συνείδηση εξωτερικό ή εσωτερικό στόχο αναφοράς (και βιωματικής εμπειρίας)».
• «Αισθητικό αντικείμενο είναι το αντικείμενο εκείνο που συναντούμε στη φύση ή στην τέχνη που πηγάζει από τον πνευματικό κόσμο του καλλιτέχνη...»
• Και «... τα μέσα, μέσω των οποίων προσδιορίζεται η ιδιαίτερη φύση ενός αισθητικού αντικειμένου είναι οι αισθητικές κατηγορίες»
• «Οι αισθητικές κατηγορίες παρουσιάζουν μιαν ιδιοτυπία που οφείλεται στη διττή τους φύση, που εκδηλώνεται με την εμφάνιση μέσω της συνείδησης νοητικών και θυμικών διαθέσεων...»


... διττή φύση που αποτυπώνεται και στο αστικό ύφασμα, καθώς προέρχεται από τον πολύπλευρο χαρακτήρα της ανθρώπινης διάνοιας.