Προφιλ

Η φωτογραφία μου
Αρχιτέκτων Μηχανικός Ε.Μ.Π., MSc in Design & Digital Media Edinburgh University, DrPhil Πανεπιστημίου Αθηνών

30 Νοεμβρίου 2010

Κλειστοί κόσμοι και ανοιχτά συστήματα σκέψης

Κλειστοί κόσμοι και ανοιχτά συστήματα σκέψης: Ρυθμιστές αισθητικών εμπειριών (πλήρης τίτλος)

Στο βιβλίο του «Η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη», ο Π.Α.Μιχελής κάνει λόγο για κλειστή και ανοιχτή μορφή. Σύμφωνα με το Μιχελή, «κάθε μορφή είναι ένα σύνολο κλειστό, κατ’ αρχήν, όπως κάθε συνθέσεως το περιεχόμενο είναι μία διάθεση ανοιχτή, που τείνει να διαμορφωθεί, να περιοριστεί δηλαδή σ’ ένα συγκεκριμένο πλάσμα αισθητό» [...] Με την εκτενή αναφορά στη θεώρηση του Μιχελή για τις κλειστές και ανοιχτές μορφές, αποκτάται σε πρώτο στάδιο μια εικόνα σχετικά με το δίπολο που επιχειρώ να προσεγγίσω στο παρόν άρθρο, με τίτλο: «Κλειστοί κόσμοι και ανοιχτά συστήματα σκέψης: Ρυθμιστές αισθητικών εμπειριών». Επιπλέον, το κλειστό και το ανοιχτό, όπως η μορφή και το περιεχόμενο, είναι δυναμικές έννοιες που διαμορφώνουν το χώρο και ζυμώνουν την πραγματικότητα με σκοπό να δημιουργηθούν χωρικές ποιότητες και σκηνικά δράσης, εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η καθημερινότητα.

20 Οκτωβρίου 2010

Αστικός σχεδιασμός


Ο αστικός σχεδιασμός αναφέρεται, επικεντρώνεται και πηγάζει από τον «αστικό πολιτισμό» και είναι η εφαρμογή των γνώσεων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και της ανάλυσης σε τμήματα μιας πόλης, σε γειτονιές, οριοθετημένες περιοχές, συγκροτήματα κτιρίων, δρόμους, όλα απηχήσεις της μίας και κοινής ανάγκης των ανθρώπων:
• να συναθροίζονται και να συγκεντρώνονται γύρω από κάποια αρχή
• να πολιτεύονται και να συγκρούονται κοινωνικά με βάση τον ανταγωνισμό και σκοπό την εξέλιξη
• να δραστηροποιούνται σε οριζόντιο επίπεδο
• να ιεραρχούνται κατακόρυφα


Η κοινωνία, άλλωστε, είναι από μόνη της «δομή υπό εξέλιξη» και υλοποιείται στις διάφορες αστικές μορφές που λαμβάνει ο χώρος:
• πλατεία-κέντρο
• δρόμοι-άξονες κίνησης
• σύνορα-όρια
• αδιαμόρφωτοι χώροι-αστικά κενά κτλ.


Σε επίπεδο πόλης συναντώνται και πάλι αυτά που διδάσκει η σύνθεση για ένα κτίριο:
• κίνηση-στάση
• πλήρες-κενό
• πύκνωση-αραίωση
• όριο διάτρητο-όριο συμπαγές κτλ.


Επιπλέον υπάρχουν και εδώ οι λειτουργίες των χώρων, οι οποίες ονομάζονται χρήσεις γης και βρίσκονται ανάμεικτες στον αστικό χάρτη τόσο καθ΄ύψος όσο και κατά πλάτος. Συχνά δε παρουσιάζεται συγκέντρωση λειτουργιών ανά περιοχές, όπως:
• το Διοικητικό κέντρο μιας πόλης
• το Εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας (Αθηνάς, Σταδίου, Ερμού)
• το Νησί των μουσείων του Βερολίνου
• το Επιχειρηματικό City του Λονδίνου
• τη Γοτθική συνοικία της Βαρκελώνης


Μια τέτοια συγκέντρωση μπορεί να έχει λειτουργικό σκοπό, δηλαδή να εξυπηρετήσει κόσμο και κυκλοφοριακώς να διευκολύνει καταστάσεις, μπορεί όμως να έχει στόχο με ανταγωνιστικές προεκτάσεις, προκειμένου να ενισχυθεί σε μια περιοχή η επιχειρηματική ένταση και να τονωθεί το εμπόριο, η κίνηση, η αγορά. Όλα αυτά βέβαια με πρόθεση κάποιο ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό σκεπτικό που να τις διέπει.


Σημαντικό επίσης είναι το θέμα της αξίας γης και οι ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις που αυτή δέχεται κατά περιόδους και εποχές. Διότι τα πράγματα, αν ειδωθούν σε κάποιο χρονικό πλαίσιο, μεταβάλλονται σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, όμως και των εποχών. Αυτό σημαίνει ότι και ο χρόνος έχει την κλίμακά του μέσα στα πράγματα, όχι μόνο ο χώρος.


Μια σχετική ιστορία μαρτυρεί ότι ένας πατέρας, επιθυμώντας να ευνοήσει τον ένα γιό, του άφησε ως κληρονομιά τα κτήματα που δε βρίσκονταν πάνω στη θάλασσα, «ρίχνοντας» έτσι τον άλλο με τα παραλιακά κτήματα, χαμηλότερης τότε αξίας. Εντός γενεάς όμως, οι καιροί άλλαξαν και βρέθηκε ο γιος με τα παράλια κτήματα να είναι ο ευνοημένος της υπόθεσης, καθώς αργότερα αυτά πήραν πολύ μεγάλη αξία!


Όμως και στο βιβλίο του Pinol «Ο κόσμος των πόλεων τον 19ο αιώνα», αναφέρονται τα εξής:
Για την καθ΄ύψος ανάπτυξη των πόλεων: Η επέκταση των πόλεων αρχικώς γίνεται καθ’ ύψος, γεγονός που περιορίζεται παράλληλα από τις υπάρχουσες τεχνικές και τα ελαφριά υλικά που διατίθενται. Οι πιο εύποροι, γράφει ο Pinol, κατοικούσαν στους πρώτους ορόφους και οι φτωχοί στους τελευταίους , γιατί ο όροφος ήταν κατασκευασμένος από πιο ελαφρά υλικά. Επίσης, ένα κτίριο αποκτούσε αξία όταν έχει πρόσοψη στον δρόμο, με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλά στενά οικόπεδα με μικρή πρόσοψη και μεγάλο βάθος προκειμένου να γίνει η μέγιστη δυνατή εκμετάλλευση γης. Η αυλή, στο πίσω μέρος του κτιρίου χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και εργαστήριο και περιλάμβανε συχνά άλλα μικρότερα κτίσματα .


Αλλά και για το κέντρο μιας πόλης: Το κέντρο, μας πληροφορεί ο Pinol, ήταν αρχικώς επιβαρημένο από πληθυσμιακή άποψη και αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι οι χρήσεις δεν είχαν ακόμα εξειδικευτεί, με αποτέλεσμα όλα να συμβαίνουν στον ίδιο χώρο . Μια σειρά από ολοένα αυξανόμενες ανάγκες, που γεννάει η αυξανόμενη αξία της ζωής στην πόλη, επιφέρει την ανασύνθεση των λειτουργιών του κέντρου, με σκοπό την αντιμετώπιση της έντονης αστυφιλίας .


Πολλά πράγματα, λοιπόν, όταν μιλάμε για πόλεις, καλό είναι να μην τα παίρνουμε ως δεδομένα, γιατί η πόλη είναι ένας μεταβλητός οργανισμός που αναπνέει και προσαρμόζεται στις οικονομικοτεχνικές συνθήκες.


Μελετώντας τις πόλεις μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά και σε παροντικό χρόνο -εδώ και τώρα- επισκεπτόμενοι μια πόλη, ανακαλύπτουμε και την έννοια του προτύπου: Η πόλη είναι και σύστημα και ζωντανός οργανισμός που οπωσδήποτε περιλαμβάνει μοτίβα επαναλαμβανόμενα.


Και εδώ είναι που θα μπορούσε κάποιος να απευθυνθεί στη φιλοσοφία, τη θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά και στην αρχιτεκτονική των υπολογιστικών προγραμμάτων, για απόψεις γύρω από τις έννοιες:
• πρότυπο (pattern)
• παράδειγμα (paradigm)
• σύστημα
• επανάληψη


Όσον αφορά σε αυτόν που ασχολείται με την αρχιτεκτονική σύνθεση και τον αστικό σχεδιασμό, αυτό που είναι σημαντικό να αναπτύσσει είναι:
• την αντίληψή του στα φαινόμενα
• την παρατήρηση των πραγμάτων ως ζωντανών οργανισμών
• την κατανόηση της ιστορικότητας του κάθε τόπου
• τη δυνατότητά του να εναλλάσσεται και να προσαρμόζεται σε διαφορετικές κλίμακες (και χωρικές και χρονικές)
• αλλά θα προσέθετα και τη δυνατότητά του να σχεδιάζει σα να γράφει κάποιο δοκίμιο, δηλαδή με βάση το επιχείρημα (Λογική-Αριστοτέλης)


Πολύ γρήγορα θα σταθώ στο επιχείρημα: Ένα «επιχείρημα» αστικού σχεδιασμού θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στην ευελιξία και στους ρυθμούς ανάπτυξης μιας πόλης. Αυτό σημαίνει ότι η δομή του επιχειρήματος ως κειμένου («κείται»-επιτύμβιο) και πρότασης («προτείνω»-κούρος) είναι καλό να έχει τη δυνατότητα:
• να αλλάζει σειρά
• να αναδιπλώνεται
• να εικονοποιείται
• να διατυπώνεται με λέξεις και θέσεις
• να συμπυκνώνεται σε διαγράμματα και υπομνήματα
• να συμβολοποιείται


Εν μέρει, για την ελαστικότητα που πρέπει να έχει ένα επιχείρημα, ως προσπάθεια διατύπωσης μιας άποψης γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα, μπορούμε να απευθυνθούμε σε αυτό που έχω αποκαλέσει στο βιβλίο μου «εύπλαστο χρόνο», καθώς αναφέρω ότι και:
«...η σχέση του ατόμου προς την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει, ορίζεται μέσα από την σχέση του με τον χρόνο. Η διάθεσή του εκφράζεται μέσα από χρήσεις του όρου ‘χρόνος’. Συχνά ακούμε εκφράσεις όπως: «Δεν μου φτάνει ο χρόνος», «Με πιέζει ο χρόνος», «Χάνω χρόνο», «Κερδίζω χρόνο», «Ο χρόνος είναι χρήμα», «Χρονοτριβώ», «Έχω άπλετο χρόνο», «Σταμάτησε ο χρόνος», «Στενεύουν τα χρονικά περιθώρια», «Με κυνηγάει ο χρόνος», «Έχω τον χρόνο με το μέρος μου». Η σχέση με τον χρόνο φαίνεται πως ρυθμίζει το άγχος και ως εκ τούτου το συναίσθημα ως διακύμανση του άγχους. Αντίστοιχα, το πώς λειτουργεί μια κοινωνία, η κοινωνική της δομή, προσυπογράφει στα μέλη της ένα μοντέλο καθημερινότητας και υποστηρίζοντας παράλληλα μια χρονική πραγματικότητα. Εκφράζονται με άλλα λόγια τρόποι διαχείρισης του χρονικού πλαισίου, κατανομής του, αξιολόγησής του, επένδυσής του».


Άλλωστε, η πόλη και ο αστικός χώρος έχουν και οντολογική σημασία, η οποία με τα λόγια του Benevolo για τις ευρωπαϊκές πόλεις, στο βιβλίο του «Η πόλη στην Ευρώπη», περιγράφεται ως εξής:
Η εγκατάσταση στις πόλεις-αρχίζοντας από την τρίτη χιλιετία προ Χριστού- χρησιμεύει στο να επιτευχθεί, μέσω μιας σύμπτυξης των σχέσεων στο χώρο, μια επιταχυνόμενη μεταβολή στο χρόνο, και προσδίδει στην πορεία των ανθρώπων τον ταχύτερο ρυθμό, που διακρίνει την ιστορία από τη προϊστορία... Επίσης είναι η κινητήρια δύναμη για την πιο γοργή διείσδυσή μας στο μέλλον και μια άγκυρα για να μην χάσουμε τους δεσμούς μας με το παρελθόν. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένα όχημα για το ταξίδι μέσα στο χρόνο, για να υπερνικήσουμε την αλληλοδιαδοχή των γεγονότων και να πλησιάσουμε καταστάσεις απόμακρες, κινούμενοι και προς τις δύο κατευθύνσεις.


Η πόλη αντιπροσωπεύει το ζωντανό και δυναμικό παρόν. Η άγκυρα προς το παρελθόν φέρνει στο προσκήνιο ένα απορροφητικό παρελθόν που καλεί προς την ανάγνωση και ως εκ τούτου ερμηνεία του και η πόλη αποτελεί τόσο όχημα, όσο και πρόκληση για την κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις ιστορικές μορφές και στη σχέση της κάθε μορφής με τον εαυτό της ως ιστορικού όντος.


Μέσα σε αυτή τη «συγκροτημένη ομάδα ανθρώπων», την πόλη, αναζητείται ο λόγος ύπαρξης του ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος. Διότι η πόλη και ο αστικός πολιτισμός, είναι αποτύπωση της πολιτικής μας αντίληψης και δράσης, δηλαδή της «ιδανικής μας πολιτείας», σαφέστατα όμως θα πρέπει να καλύπτει και τις βασικές μας ανάγκες για σίτιση, στέγαση, ρουχισμό. Έτσι, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, στο Βιβλίο ΙΙ, μια πόλη φτιάχνεται από την αρχή!


«Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, ας θεμελιώσουμε με το λόγο μια πόλη αρχίζοντας από την πρώτη αρχή της˙ αιτία φυσικά της δημιουργίας της θα είναι οι δικές μας ανάγκες... η ετοιμασία της τροφής... η ανάγκη της εξεύρεσης τόπου για κατοικία, η τρίτη ανάγκη του ντυσίματος ...» (Πλάτωνος Πολιτεία, Βιβλίο ΙΙ, 369-371)


Άρα αρχικώς θα χρειάζεται ένας γεωργός, ένας οικοδόμος και ένας υφαντής... σύνθεση τουλάχιστον τεσσάρων έως πέντε προσώπων. Όμως, για παράδειγμα ο γεωργός θα πρέπει και να ετοιμάζει τρόφιμα για τέσσερις και να κοπιάζει για την ετοιμασία του σιταριού και να ασχολείται με τα κοινά. Όμως, για να γίνονται τα πράγματα πιο σωστά, καλό είναι να ασχολείται ο καθένας με την τέχνη του και όχι με πολλές τέχνες. Οπότε χρειάζονται και άλλοι εργάτες και πολλά εργαλεία. Και επίσης, καμία πόλη δεν είναι απολύτως αυτάρκης. Όλο και κάτι θα χρειαστεί από αλλού˙ να λοιπόν και το εμπόριο, ύστερα το νόμισμα, οι μισθοί... μεγαλώνει έτσι η πόλη σε μέγεθος και πληθυσμό, άρα αυξάνει και το ζήτημα της υγείας, της αισθητικής, της λειτουργικότητας...


Όταν όμως την πόλη την έχουμε «δεδομένη», μπορούμε να την αναγνώσουμε σα να ήταν κείμενο και προσπαθούμε, αναγνωρίζοντας το δυναμικό της, να τονώσουμε για να δώσουμε ώθηση στην ιστορία της και στη συμμετοχή της στα πράγματα. Ο αρχιτέκτονας, κατέχοντας τη δύναμη της γραφής του, καλείται να παρέχει και να δράσει:
• αναβαθμίζοντας
• εξυγιαίνοντας
• αναδεικνύοντας


Αυτά είναι μερικά από τα παραδείγματα λέξεων-προθέσεων που μιλούν για τον αστικό χώρο και αφορούν στον αστικό σχεδιασμό. Πρόκειται δε για επεμβάσεις που γίνονται σε κλίμακα γειτονιάς ή περιορισμένης αστικής περιοχής και περιλαμβάνουν τόσο τη μικρότερη κλίμακα της κατοικίας και του ιδιωτικού χώρου, όσο και την ευρύτερη απήχηση στην πόλη και στον αστικό ιστό.


Έτσι, καλούμαστε κάθε φορά να γνωρίζουμε τον χαρακτήρα μιας πόλης και ως εκ τούτου, το πώς έχει χαραχτεί.
• Όταν, για παράδειγμα, πρόκειται για μια πόλη «νεκρή», όπως η Πέτρα της Ιορδανίας, προσπαθούμε να αναβιώσουμε τους μύθους της εμβολιάζοντάς την με τουριστική κίνηση.
• Αν είναι μια πόλη διχασμένη, όπως το Βερολίνο (πτώση τείχους: 9.11.1989), εξετάζουμε επιπλέον και τους ανθρώπους, όσον αφορά στο ιστορικό και τραυματικό φορτίο που κουβαλάνε, και πώς αυτό διαιωνίζεται και αποτυπώνεται στο αστικό ύφασμα...
• Αν είναι μια πόλη ασυνεχής στον ιστορικό της πλούτο, ζητά την ενοποίηση με χειρονομίες, όπως η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας.
• Αν είναι μια πόλη ακαδημαϊκού χαρακτήρα, όπως το Εδιμβούργο, διαθέτει μακρά ιστορία στη διανόηση και στα γράμματα και αυτό το ισχυρό πνεύμα βρίσκεται παρόν σε όλες τις μορφές της πόλης, δίνοντας πνοή στα πράγματα και αναζωγονώντας το σήμερα...
• Αν είναι μια πόλη που μαστίζεται από την εγκληματικότητα, όπως είναι το Γιοχάνεσμπουργκ, πρέπει να κατανοηθεί υπό την έννοια και το συναίσθημα του φόβου, που επιβάλλεται και στο σχεδιασμό.


Όσον αφορά στον αστικό σχεδιαμό, οι συνθήκες είναι πολύ σημαντικές, ενώ σε κλίμακα κτιρίου, ίσως το περιεχόμενο να έχει πιο πρωτεύουσα σημασία. Σε κάθε περίπτωση, συνθήκες και περιεχόμενο, δηλαδή πλαίσιο και περιεχόμενο αλληλοεπηρεάζονται, όμως στην περίπτωση του αστικού σχεδιασμού, η σχεδιαστική δύναμη ασκείται επί των συνθηκών και μεταβάλλει το δίπολο από έξω προς τα μέσα ή ας το πούμε πιο απλά: δεν μπορούμε να μπούμε στα σπίτια των ανθρώπων και να τους αλλάξουμε τον τρόπο ζωής τους! Διότι μια τέτοια προσέγγιση δε θα έπαυε να είναι ουτοπική στην πράξη, αφού αλλάζοντας κλίμακα μελέτης, αλλάζουμε και «θέμα», προτεραιότητες, ιεραρχίες...


Και επειδή το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, έχει τη χάρη, αλλά και την ευθύνη του «κατασκευάζειν», μια μικρή διαδρομή στις ετυμολογίες των λέξεων μας οδηγεί από το «κατασκευάζω» > «σκευάζω» > «σκευωρία» > «πλεκτάνη» > «πλέκω» > «υφαίνω» στο «ύφος», αυτό σημαίνει ότι ο αρχιτέκτονας με τις κατασκευές του συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση του ύφους της πόλης, δηλαδή στο πρόσωπό της και τις εκφράσεις που αυτό λαμβάνει, γεγονός που αποκωδικοποιείται με τη βοήθεια της κριτικής, θεωρίας και ιστορίας που σε συνεργασία –κατά την άποψή μου- με την αισθητική, δια της οποίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι αισθητικές κατηγορίες για να γίνει ένας χώρος πιο ευανάγνωστος και οικείος. Έτσι, έναν χώρο μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως:
• Απέριττο*, Αυστηρό*
• Βαρύ*
• Γραφικό*
• Δραματικό*
• Επιβλητικό*, Εορταστικό*, Ευγενικό
• Κλασσικίζον*
• Μελαγχολικό, Μνημειώδη*, Μυθιστορηματικό*, Μυστηριώδη
• Νοσταλγικό*
• Οικείο*
• Παλαιό*, Πένθιμο*, Πρόσκαιρο*, Προκλητικό
• Ρωμαντικό*
• Υποβλητικό*, Υψηλό*
• Φαντασμαγορικό*
• Χυδαίο
• Ωραίο*
(ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ε., Αι Αισθητικαί Κατηγορίαι: Εισαγωγή εις μιαν αξιολογίαν του αισθητικού αντικειμένου, Αθήνα, 1970)


Η πόλη και κατ΄επέκταση ο αστικός πολιτισμός και το αστικό φαινόμενο αποτελούν αντικείμενο μελέτης και μάλιστα αισθητικό αντικείμενο, δηλαδή με τα λόγια του Μουτσόπουλου:
• «Αντικείμενο είναι ο,τιδήποτε αποτελεί για τη συνείδηση εξωτερικό ή εσωτερικό στόχο αναφοράς (και βιωματικής εμπειρίας)».
• «Αισθητικό αντικείμενο είναι το αντικείμενο εκείνο που συναντούμε στη φύση ή στην τέχνη που πηγάζει από τον πνευματικό κόσμο του καλλιτέχνη...»
• Και «... τα μέσα, μέσω των οποίων προσδιορίζεται η ιδιαίτερη φύση ενός αισθητικού αντικειμένου είναι οι αισθητικές κατηγορίες»
• «Οι αισθητικές κατηγορίες παρουσιάζουν μιαν ιδιοτυπία που οφείλεται στη διττή τους φύση, που εκδηλώνεται με την εμφάνιση μέσω της συνείδησης νοητικών και θυμικών διαθέσεων...»


... διττή φύση που αποτυπώνεται και στο αστικό ύφασμα, καθώς προέρχεται από τον πολύπλευρο χαρακτήρα της ανθρώπινης διάνοιας.

29 Σεπτεμβρίου 2010

Το χάρισμα της θεωρητικής «ματιάς»

H αρχιτεκτονική είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητα και άρα με τις σχέσεις, δηλαδή τη διαθεσιμότητα των ατόμων σε κοινωνικές και διαπροσωπικές συναλλαγές, την αναφορικότητα του προσώπου και εκστατικότητα της ύπαρξης. Ο Γιανναράς συνδέει την έκ-σταση με το πρόσωπο, το οποίο νοεί ως δυνατότητα σχέσης. «Με την λέξη πρόσωπο», γράφει, «προσδιορίζουμε μιαν αναφορική πραγματικότητα». Επίσης θεωρεί την συνείδηση ως «προσωπική» ιδιότητα. (ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Χρήστος, Το Πρόσωπο και ο Έρως)
Στην καθημερινότητα αυτή, που μου γίνεται αντιληπτή ως σύμπλεγμα αναγκών, ροή συναισθήματος, κόσμο πνευματικής πίεσης και αποσυμπίεσης και τόπο ιδεών, εμφωλεύει η έννοια της κλίμακας (θεωρητικό πρίσμα), καθώς περικλείεται μέσα της η εγγύτερη ή μακρύτερη προοπτική των πραγμάτων (χρονική παράμετρος) και εκφράζεται αντιστοίχως μια στενότερη ή πιο εκτεταμένη εικόνα για το «πλήθος» της ζωής.
Και πράγματι: η ζωή αποτελεί το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, είτε αυτή διαφοροποιείται σε ιδιωτική και δημόσια είτε διακρίνεται σε προσωπική και οικογενειακή, χαοτική ή οργανωμένη, ακόμα και όταν προσεγγίζεται μέσα από τη μεταφυσική της διάσταση, γεγονός που μαρτυρούν ταφικά μνημεία του παρελθόντος, κοιμητήρια του σήμερα και πολλά άλλα μνημεία. Γι΄αυτό και πιστεύω ότι η αγάπη για τη ζωή πρέπει να είναι το κύριο μέλημα της αρχιτετκονικής διδασκαλίας εν γένει και το σημείο αναφοράς διδασκόντων και μαθητών, ειδάλλως η έμπνευση.
Μεταφερόμενοι στην Ελλάδα του σήμερα, σε χρόνο παροντικό, θεωρώ ότι χρειάζεται προβληματισμός γύρω από το «χρώμα»  της καθημερινότητας και την εμψύχωση του «σημερινού», κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί δια της συγκίνησης. Διότι στη χώρα αυτή, όπως έχει ειπωθεί, υπάρχει ευτυχώς άφθονο συναίσθημα, όμως όπως γράφει ο Στέλιος Ράμφος σε πρόσφατη συνέντευξή του, συχνά εκδηλώνεται αδιακρίτως και με έπαρση. «Τότε μοιραία σου μένει να αγαπάς όπως μισείς, δηλαδή αδιακρίτως... μια συναισθηματική αδιακρισία η οποία μετράει σε αυθεντικότητα σε μέτρο εκρηκτικό... Ένα θέμα που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι η έπαρσή μας στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι». (29/04-5/05/2010 FAQ INTERVIEW - Συνέντευξη Θανάσης Λάλας και Κωνσταντίνος Μπόγδανος)
Αυτό το αδιάκριτο συναίσθημα καμιά φορά προδίδεται μέσα από καταστάσεις ψυχικής αγκύλωσης, επιθετικότητας και δραματικής συμπεριφοράς που κάνουν το άτομο να δυστυχεί και την δραματικότητα να διαιωνίζεται.
Η αρχιτεκτονική, από την άλλη, είναι τέχνη υψηλή. Συνεργάζεται με το φως και τον άνθρωπο για να γεφυρώσει χάσματα μεταξύ του lifestyle και της πραγματικής ζωής, της σπασμωδικής ευτυχίας και της αληθινής χαράς. Επιπλέον, ο αρχιτεκτονημένος χώρος, προϊόν της διαδικασίας του σχεδιασμού, έχει τη δύναμη να μετατρέπει και να δημιουργεί ακόμα προϋποθέσεις δράσης και δραστηριότητας. Αυτή δε η πληροφορία για τη δύναμη της αρχιτεκτονικής γραφής, είναι αποθηκευμένη στην τόσο αγαπητή έννοια: τόπος.
Στον υψηλό στόχο της αρχιτεκτονικής, η έννοια της δραματικότητας δε χωράει. Χωράει όμως το δράμα, δηλαδή η τέχνη του δράματος που ζυμώνει την αντίληψη του κόσμου και τον προετοιμάζει για τα πράγματα. Από την άλλη, η αρχιτεκτονική υλοποιείται και σε αυτό το σημείο επεισέρχεται η ευθύνη και ο ηθικός προσανατολισμός του επαγγελματία αρχιτέκτονα, τα οποία αποτέλεσαν τον θεματικό άξονα της ομιλίας μου στο Συνέδριο στην Πάτρα με θέμα: «Φιλοσοφική Ερμηνευτική και Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση».
Στην αρχιτεκτονική υπάρχει περιθώριο πειραματισμών, όμως πρέπει διαρκώς, παράλληλα με την εφαρμογή, να καλλιεργείται και η συνείδηση του αρχιτέκτονα, καθώς μια συρροή ά-μορφων και ά-σχημων πραγμάτων θα προσβάλλει σταδιακώς την αισθητική, ώστε το σύνολο του κόσμου να αποκλίνει και από την ηθική διάσταση της ζωής. Χρειάζεται λοιπόν η ανάπτυξη της ηθικής αίσθησης που «... όπως την χαρακτηρίζει ο Κόντος, στοιχειοθετεί τη δυνατότητα ερμηνείας των πράξεων και την ηθική εγρήγορση». (ΚΟΝΤΟΣ Παύλος, Η Αριστοτελική Ηθική ως Οντολογία)
Η απώλεια της αισθητικής και ως εκ τούτου της αίσθησης του ωραίου σημαίνει και απώλεια της προσπάθειας για πνευματική πρόοδο και για αναγνώριση – σύγκριση – μίμηση - μάθηση. Κυρίως όμως, για έναν αρχιτέκτονα που σχεδιάζει και παράγει χώρο, η απώλεια της αισθητικής ίσως να προέρχεται συχνά από την επιτήδευση, δηλαδή την αφύσικη συμπεριφορά του δημιουργού και την απομάκρυνσή του από την πραγματικότητα και την ανάγκη.
Έτσι, πιστεύω ότι η ομορφιά σχετίζεται με τη φυσικότητα, όπως και η ηθική σχετίζεται με τη συγκρότηση, τη σύνεση και τη φρονιμάδα. Οπότε, ενώ προτείνω την αντικατάσταση της δραματικότητας από το δράμα, τη φύση θα την υποκαθιστούσα με τη φυσικότητα. Έτσι όσον αφορά στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ως συνειδητή διαδικασία, δίπλα στο δίπολο δραματικότητα-φύση, αντιπροτείνω το δίπολο δράμα-φυσικότητα.
Επιπλέον ας πούμε, ότι στην εποχή του ρομαντισμού, όπου έναντι της λογικής κυριαρχούσε το συναίσθημα και θεωρούνταν κυρίαρχο διαρθρωτικό στοιχείο της καθημερινότητας, «...όλα τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι ρομαντικοί για να κατακτήσουν τη ζωή, δεν έφταναν παρά για έναν ωραίο θάνατο... Γιατί η προσπάθειά τους να αγκαλιάσουν τα πάντα τους έκανε σκλάβους του κάθε τους πεπρωμένου» , γράφει ο Λούκατς. Οι ρομαντικοί λοιπόν εξυμνούσαν μια ποιητική και ψυχική ζωή και όχι την πραγματική ζωή. (ΛΟΥΚΑΤΣ Γκέοργκ, Η Ψυχή και οι Μορφές)
Φυσικά πράγματα όλα αυτά, όμως η αρχιτεκτονική δεν παύει να υπηρετεί και να δίνει προς τη ζωή. Η αρχιτεκτονική συνοδεύει και προβληματίζεται γύρω από τον αγώνα των κοινωνικών ομάδων που προσπαθούν να ζήσουν και να εξελιχθούν, δημιουργεί «δοχεία ζωής», χώρους πολιτικής και πολιτιστικής δράσης και δραστηριότητας, οικογενειακές εστίες, κύτταρα και πρότυπα αστικής ζωής, χώρους εκπαίδευσης και ανάπτυξης, διοίκησης και οργάνωσης, άμυνας και προστασίας, προσφοράς και προώθησης, θεραπείας και ίασης, φιλίας και διαπροσωπικών συναλλαγών, λατρείας και συνάντησης με το Θεό.
Η αρχιτεκτονική λοιπόν υπηρετεί τη ζωή, χειρονομώντας αποφασιστικά: κάνει τομές (απόφαση), χαράζει όρια (όριο), παίρνει θέση (position), σέβεται (ηθική), μετράει (μέτρο), υπολογίζει (αντιλαμβάνεται, π.χ. ιστορία), αναγνωρίζει (συγκίνηση και αποκάλυψη) και ως εκ τούτου ταυτόχρονα μάχεται ενάντια στην κοινωνική -και κατ’ επέκταση ψυχική- ακαμψία και αγκύλωση.
Ο αρχιτέκτονας αφουγκράζεται και διοχετεύει τον κόσμο μέσα από τα δομημένα κανάλια της επιστήμης του: Δίκτυα, συστήματα, δομές, πλαίσια, όρια, καθώς επίσης μορφοποιημένη ουσία, αποτύπωση του πολιτικού ιδιώματος και μεταγραφή της συναισθηματικής δομής της κοινωνίας.
Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δεν είναι μονοσήμαντη διαδικασία, η επιτυχία ωστόσο είναι να βρεθεί αυτή η οδός, από την οποία αποκλείεται η πληθώρα λύσεων, αλλά όμως ενισχύεται ο πλουραλισμός στις εκδηλώσεις της ζωής και κερδίζεται μια ολοένα αυξανόμενη δημιουργική ροή, που με νομοτελειακό τρόπο και παράλληλα μυστηριακά, δηλαδή αποκαλυπτικά και με οδηγό τη χαρά της δημιουργίας, φανερώνει στο διάβα της εικόνες, παραστάσεις και πράγματι (!) συναισθήματα, που όμως διακριτικά ξυπνούν την ψυχή από κάποιο λήθαργο.
Μιλώντας για αρχιτεκτονική, μερικές φορές αντιλαμβανόμαστε έναν κόσμο εικόνας. Γίνεται λόγος για όραμα, για το βλέμμα του αρχιτέκτονα, για τη σημερινή εικόνα της κοινωνίας, το μάτι του ειδικού... Όμως, την αξία της θεωρίας την εντοπίζω στην εξασκημένη ικανότητα κάποιου πρωτίστως να ακούει και έπειτα να αναγνωρίζει, να βλέπει, να παρατηρεί. Η θεωρία είναι σαν μια χώρα, στην οποία κάποιος εισέρχεται, όταν αντέχει να γνωρίζει τη θέση του, πού στέκεται σε βάθος και προοπτική χρόνου, ως σημείο πάνω σε μια χρονική ροή, και επιπλέον αντιλαμβανόμενος το δυναμικό του, τόσο ως προς τις θετικές του προεκτάσεις, όσο και ως προς αδυναμίες του. Για τον θεωρητικό νου, είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να γνωρίζει τι δε γνωρίζει: η α-πορία ως αρχή της θεωρητικής σκέψης.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, θεωρώ ότι το χάρισμα της θεωρητικής «ματιάς» ξεκινάει με ένα κάλεσμα και συνεχίζεται με ακούσματα που δέχεται κάποιος, όταν καταφέρνει την αποστασιοποίηση, ώστε μετά του παρέχεται η χάρη της εποπτείας και η δύναμη της κατανόησης, για να μπορέσει κάθετα να διέλθει μέσα από τα πράγματα και να αναγνώσει τις ανάγκες των καιρών. Αυτή η ακολουθία συνιστά και ένα δημιουργικό μονοπάτι.
Διατηρώντας ο αρχιτέκτονας ως κεντρικό άξονα την αρχιτεκτονική, αλλά εμπλουτίζοντας τον τρόπο σκέψης του, προσεγγίζεται όλο και περισσότερο η καθημερινότητα και η ζωή που την συν-κινεί, ώστε τα σώματα των κτιρίων να μη μένουν άψυχα και οι χώροι να αναπνέουν και ο τόπος να υφίσταται. Διότι άψυχο «σώμα» δεν κάνει τίποτα και ολόκληρη εκστρατεία στην Τροία δε θα είχε συμβεί αν η Ελένη ήταν μια ξεφούσκωτη κούκλα.
Σαρκαστικά αναφέρει ο Λουκιανός σε νεκρικό του διάλογο:
(ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ - ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ)
Μ. Ερμή πού βρίσκονται οι ωραίοι και οι ωραίες; Ξενάγησέ με σε παρακαλώ, καθώς είμαι νεοφερμένος.
Ε. Δεν έχω πολλήν ώρα στη διάθεσή μου βρε Μένιππε, αλλά να, παρατήρησε εκεί στα δεξιά, εκεί βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νιρέας, ο Αχιλλέας, και η Τυρώ και η Ελένη και η Λήδα και όλες οι παλιές ομορφιές.
Μ. Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα και όμοια μεταξύ τους.
Ε. Και όμως αυτοί είναι που όλοι οι ποιητές θαυμάσανε, αυτά τα κόκαλα που εσύ καταφρονείς.
Μ. Τουλάχιστον δείξε μου την Ελένη, δεν μπορώ να την ξεχωρίσω.
Ε. Να, αυτό το κρανίο είναι της Ελένης.
Μ. Δηλαδή για τούτο εδώ το καύκαλο γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτώθηκαν τόσοι Έλληνες και βάρβαροι και αναστατώθηκαν τόσες πόλεις;
Ε. Βλέπεις εσύ Μένιππε δεν είδες ζωντανή αυτή τη γυναίκα. Αν την είχες δει θα έλεγες και συ: «Ας βρίσκομαι κοντά σ’ αυτή τη γυναίκα και ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τα λουλούδια αν δει κανείς ξερά, να έχουν χάσει το χρώμα και το σχήμα τους, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο όμορφα ήταν όταν ήταν νωπά.
Μ. Λοιπόν απορώ Ερμή, πως δέχτηκαν οι Αχαιοί να υποφέρουν για κάτι που τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα μαραίνεται
Άμεσα λοιπόν συνδεδεμένη η ψυχή με το σώμα και ο νους, οφθαλμός της ή εποπτεία ή συνείδηση...
Όμως, κάποια στιγμή έρχεται το τέλος των θεωριών και η αρχή των πραγμάτων.
Ε. Δεν έχω καιρό βρε Μένιππε να κάτσω να φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε όποιο μέρος θέλεις και βολέψου. Εγώ πρέπει να πάω να φέρω καινούργιους πεθαμένους.
Και η αρχή των πραγμάτων τοποθετείται στην αρχή της Ανάγκης, που τόσο ωραία προσωποποιείται στον «Τίμαιο» του Πλάτωνα. Σύμφωνα με ανάλυση του πλατωνικού διαλόγου από τον Κάλφα, η Ανάγκη χρονολογικώς προηγείται του Δημιουργού και στερείται σκοπιμότητας. Ο Δημιουργός επεμβαίνει προσπαθώντας να συνεργαστεί με την Ανάγκη και προσφέροντας την έλλογη δράση του, ωθεί την κατάσταση στο κάλλιστο αποτέλεσμα. Η Ανάγκη στον «Τίμαιο» αποτελεί μια μηχανική αιτιότητα.
Πράγματι, η συνάντηση της ανάγκης με το δημιουργό και η συνεργασία τους με σκοπό ένα όλο και πιο καλό αποτέλεσμα, είναι κατεξοχήν μέριμνα της αρχιτεκτονικής και το σημείο, όπου η καλλιτεχνική δημιουργία αποκτάει τις περιοριστικές διαστάσεις του επείγοντος, οριοθετείται χρονικά και οικονομικά και υλοποιείται επιτέλους.
Εκεί είναι που η θεωρία της αρχιτεκτονικής υποχωρεί ενσυνείδητα για να παύσει κάποιος πιθανός συνειρμός που κινδυνεύει να χαθεί σε μονοπάτια ατελείωτης θεωρητικολογίας και επέκτασης στον κόσμο των ιδεών. Ευτυχώς, λοιπόν, η αρχιτεκτονική είναι και παραμένει επιστήμη πρακτική που δέχεται όλα τα παραπάνω, με την ισχυρή όμως συναίσθηση ότι το κτισμένο και χρειάζεται και εξυπηρετεί και έχει ζήτηση.